κάλλισθ'

κάλλισθ'
κάλλιστα , κάλλιστα
indeclform (adverb)
κάλλιστα , καλός
beautiful
neut nom/voc/acc pl
κάλλιστε , καλός
beautiful
masc voc sg
κάλλισται , καλός
beautiful
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κάλλισθ' — Κάλλιστε , Κάλλιστος masc voc sg Κάλλισται , Καλλίστη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • χρυσοτόρνευτος — ον, ΜΑ κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσοτόρνευτος κρατήρ», Ψ Καλλισθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τορνεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”